ἔντρομος

ἔντρομος
ἔντρομος, ον (Plut., Fab. Max. 175 [3, 1]; Meleager [I B.C.]: Anth. Pal. 5, 204, 8; schol. on Eur., Phoen. 1284–87; LXX; JosAs ch. 18 cod. A [p. 68, 17 Bat.]; Just., D. 103, 8) pert. to being in a quivering condition because of exposure to an overwhelming or threatening circumstance, trembling Lk 8:47 D. ἔ. γενόμενος (cp. Soranus p. 68, 7f; Ps 17:8; 76:19); Ac 7:32; 16:29; GJs 11:1; ἔκφοβος καὶ ἔ. (as 1 Macc 13:2) full of fear and trembling Hb 12:21.—DELG s.v. τρέμω. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἔντρομος — trembling masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντρομος — η, ο (AM ἔντρομος, ον) ο κατεχόμενος από τρόμο, τρομαγμένος, περίφοβος αρχ. αυτός που σείεται, τραντάζεται ή έχει τρομώδη κίνηση. επίρρ... ἐντρόμως με τρόμο, τρομαγμένα …   Dictionary of Greek

  • έντρομος — η, ο ο γεμάτος τρόμο, τρομαγμένος, περίτρομος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντρόμως — ἔντρομος trembling adverbial ἔντρομος trembling masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντρομον — ἔντρομος trembling masc/fem acc sg ἔντρομος trembling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντρόμου — ἔντρομος trembling masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντρόμους — ἔντρομος trembling masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντρομα — ἔντρομος trembling neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντρομοι — ἔντρομος trembling masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αταλάφρων — ἀταλάφρων, ον (Α) (για παιδιά) τρυφερός, ευαίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αταλάφρων θεωρήθηκε ότι προήλθε από τη φρ. «αταλά φρονέων», με α συνθετικό το επίθ. αταλός* στην αιτ. πληθ. του ουδετέρου. Υποστηρίχθηκε όμως και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την… …   Dictionary of Greek

  • έκπληκτος — η, ο (AM ἔκπληκτος, ον) νεοελλ. αυτός ο οποίος κατέχεται από έκπληξη μσν. εκπληκτικός αρχ. 1. αυτός που προκαλεί τρόμο, ο τρομερός 2. κατατρομαγμένος, έντρομος 3. εκείνος που τρομάζει ή θορυβείται εύκολα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”